- ἐργοπόνος
- ἐργοπόνοςhusbandmanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργοπόνος — ἐργοπόνος, ὁ (AM) 1. αυτός που εκτελεί χειρωνακτική ή κοπιαστική εργασία (γεωργός, αλιεύς, κυνηγός) 2. (για τον Χριστό ως Υιό και Λόγο τού Θεού) ο δημιουργός αρχ. ως επίθ. εργατικός, φιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. έργον + πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek
ἐργοπόνοι — ἐργοπόνος husbandman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοιο — ἐργοπόνος husbandman masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοις — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοισι — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνοισιν — ἐργοπόνος husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνον — ἐργοπόνος husbandman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνου — ἐργοπόνος husbandman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνους — ἐργοπόνος husbandman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργοπόνῳ — ἐργοπόνος husbandman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)